Αποδεικνύεται περίτρανα ότι η ιδεοληπτική εμμονή απέναντι σε καθετί δημόσιο αποτελεί μια πολιτική που έχει δολοφονικές προεκτάσεις· αντί για το περίφημο τείχος ανοσίας που ευαγγελίζονταν από τον περασμένο Ιούνιο, βρισκόμαστε στη μέση μιας νέας μεγάλης αύξησης κρουσμάτων. Το ΕΣΥ όχι μόνο δεν ενισχύεται, αλλά έχει αποδυναμωθεί, η οργανωμένη, μαζική και δωρεάν ιχνηλάτηση των κρουσμάτων θυσιάζεται στον βωμό του κέρδους των κλινικαρχών, με αποτέλεσμα να πληρώνουμε τα ακριβότερα μοριακά τεστ της Ευρώπης, ενώ οι προτάσεις για λήψη μέτρων στα σχολεία, τα ΜΜΜ, τους χώρους εργασίας, κοκ., προκειμένου να σπάσουν οι αλυσίδες της μετάδοσης βρίσκονται διαρκώς εκτός ατζέντας, καθώς κρίνονται ως πολυτέλεια.
Την ίδια στιγμή, σε οικονομικό επίπεδο μαίνεται μια καταιγίδα ανατιμήσεων σε όλα τα είδη πρώτης ανάγκης, αποτέλεσμα κυρίως της ενεργειακής κρίσης που είδε την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος από τα 52 €/MWh (Ιανουάριος 2021) να φτάνει στα 240 (10/1/2022).
Αυτό που επιμελώς αποσιωπάται είναι η αιτία αυτής της κρίσης: η απόλυτη εμπορευματοποίηση της ενέργειας στο πλαίσιο της καπιταλιστικής «ελεύθερης αγοράς», σε συνδυασμό με την στροφή στην υποτιθέμενη «πράσινη» οικονομία, έχει μετατρέψει βασικά αγαθά όπως το ρεύμα και το φυσικό αέριο σε εργαλεία κερδοσκοπίας.
Όλα τα παραπάνω δεν αφήνουν προφανώς ανεπηρέαστη την ΕΥΑΘ, που καλείται μαζί με τις υπόλοιπες ΔΕΥΑ της χώρας να πληρώσουν τρομακτικές αυξήσεις για το ενεργειακό κόστος τους (ενδεικτικά ο προϋπολογισμός της εταιρείας για το 2022 είναι για πρώτη φορά οριακά θετικός). Η χώρα διέθετε – και συνεχίζει να διαθέτει – δικές της πηγές για παραγωγή ενέργειας, οι οποίες, όμως, σκόπιμα αφήνονται ανεκμετάλλευτες, προκειμένου να ενισχυθεί η «απελευθέρωση» της αγοράς, δηλαδή η κερδοσκοπία των εναλλακτικών παρόχων ρεύματος.
Το επιχείρημα που προβάλλεται, ότι το κλείσιμο των μονάδων λιγνίτη γίνεται στο πλαίσιο μιας στροφής σε πιο φιλικές μορφές παραγωγής ενέργειας, είναι ολότελα ψευδές, καθώς το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των εναλλακτικών μορφών ενέργειας είναι συνήθως εξίσου μεγάλο ή και μεγαλύτερο. Επιπλέον, δεν δίνεται απολύτως καμία εξήγηση για τη χρονική στιγμή και τον τρόπο που γίνεται αυτή η μετάβαση.
Υποστηρίζουμε από την πλευρά μας ως εργαζόμενοι, ότι μια Δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού σε συνεργασία με άλλους φορείς – όπως οι Δημόσιες επιχειρήσεις ύδρευσης – θα έπρεπε να προχωρήσουν σε έναν κεντρικό σχεδιασμό της ενεργειακής πολιτικής, προκειμένου να εξασφαλιστεί μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα η μετάβαση σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας, προσαρμοσμένες στις απαιτήσεις και τις δυνατότητες της Ελλάδας. Μια τέτοιου τύπου μεγάλη κρατική επένδυση θα μπορούσε αφενός να δώσει εγγυημένη λύση στις ενεργειακές ανάγκες, αφετέρου να δημιουργήσει χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας για το επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό της χώρας.
Αντί για τα παραπάνω αυτονόητα, παρακολουθούμε ένα θέατρο παραλόγου: η διοίκηση της ΔΕΗ καθυστερεί σκόπιμα να υπογράψει συμφωνία με την ΕΥΑΘ, προτείνει μια τιμή πώλησης ρεύματος σχεδόν τριπλάσια από αυτή που ίσχυε μέχρι πρόσφατα και προφανώς αδιαφορεί για τις κοινωνικές συνέπειες αυτών των κινήσεων. Ακόμα και ένα πολύ απλούστερο και άμεσο μέτρο, όπως η καταφανώς δίκαιη πρόταση των ΔΕΥΑ για υπαγωγή στο βιομηχανικό τιμολόγιο απορρίπτεται, καθώς η κυβέρνηση, μέσω της διοίκησης της ΔΕΗ, αξιολογεί ως σημαντικότερα τα συμφέροντα των επενδυτών παρά την παροχή φτηνού ρεύματος στις επιχειρήσεις ύδρευσης.
Τραγική ειρωνεία: ΔΕΗ και ΕΥΑΘ υποτίθεται πως βρίσκονται υπό δημόσιο έλεγχο.
Κακόγουστο αστείο: ΔΕΗ και ΕΥΑΘ υποτίθεται ότι είναι θυγατρικές εταιρείες της ΕΕΣΥΠ.
Η λύση στο ενεργειακό πρόβλημα δεν βρίσκεται στο να διασφαλίσει η ΕΥΑΘ τα εταιρικά της συμφέροντα και να επενδύσει στην ενεργειακή της αυτονομία. Η κατεύθυνση αυτή θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη απορρύθμιση, σε ακόμα μεγαλύτερη ενεργειακή κρίση και τελικά σε ακόμα μεγαλύτερες ανατιμήσεις σε όλες τις πτυχές της οικονομίας. Μόνοι κερδισμένοι από αυτή την κατάσταση θα βγούνε οι διάφοροι μεσάζοντες που θα πουλήσουν πανάκριβες φαραωνικές «λύσεις».
Απαιτούμε να υπάρξει άμεση πολιτική λύση, να προσφέρει δηλαδή η ΔΕΗ φτηνό ρεύμα σε όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις ύδρευσης και παράλληλα να προστατευθούν τα νοικοκυριά από αυξήσεις στο ρεύμα και το φυσικό αέριο. Παράλληλα, δηλώνουμε ότι κάθε σκέψη για αυξήσεις στους λογαριασμούς ύδρευσης και αποχέτευσης στο όνομα της κερδοφορίας της εταιρείας μας βρίσκει κάθετα αντίθετους. Αυτό που μας λείπει αυτή τη στιγμή δεν είναι το πώς η ΔΕΗ και η ΕΥΑΘ θα γίνουν πιο ανταγωνιστικές, αλλά το πώς θα γίνουν πιο δημόσιες.